απόκοσμος — η, ο αυτός που ζει μακριά από τον κόσμο, ακοινώνητος, ερημικός: Άνθρωπος απόκοσμος καθώς ήταν, δε συναναστρεφόταν κανέναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
ξέκοσμος — η, ο 1. (για τόπο) απόκεντρος, απόμερος 2. (για πρόσ.) απομακρυσμένος από τον κόσμο, απόκοσμος. επίρρ... ξέκοσμα απόμερα, απόκοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κόσμος (πρβλ. από κοσμος)] … Dictionary of Greek